- εμπροσθόκεντρος
- ἐμπροσθόκεντρος, -ον (Α)(για έντομα) αυτός που έχει μπροστά το κεντρί («τὰ δὲ δίπτερα ἐμπροσθόκεντρα», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπροσθόκεντρα — ἐμπροσθόκεντρος with a sting in front neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)